κωνωποθήρας

κωνωποθήρας
κωνωποθήρας, -ου, ὁ (Α)
πτηνό που κυνηγά τα κουνούπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ, -ωπος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. θηρο-θήρας, χρυσο-θήρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωνωποθήρας — κωνωποθήρᾱς , κωνωποθήρας gnat catcher masc acc pl κωνωποθήρᾱς , κωνωποθήρας gnat catcher masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • κώνωψ — ο (AM κώνωψ, ωπος) 1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.) 2. ως κύριο όν. Κώνωψ μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο 3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» λέγεται γι αυτούς που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”